- ἀλαλά
- ἀλαλά̱ , ἀλαλήloud cryfem nom/voc/acc dualἀλαλά̱ , ἀλαλήloud cryfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλαλά — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πολέμου. Συμβόλιζε την πολεμική κραυγή αλαλά που φώναζαν οι αρχαίοι πολεμιστές όταν έκαναν επίθεση ή για να εμψυχώνονται στη μάχη. Από την κραυγή αυτή προέρχονται και οι λέξεις αλαλαγή ή αλαλαγμός. * * * ἀλαλὰ (Α) 1.… … Dictionary of Greek
ἄλαλα — ἄλαλος speechless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαλᾶι — ἀλαλᾷ , ἀλαλάω make dumb pres subj mp 2nd sg ἀλαλᾷ , ἀλαλάω make dumb pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀλαλᾷ , ἀλαλάω make dumb pres subj act 3rd sg ἀλαλᾷ , ἀλαλάω make dumb pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀλαλᾷ , ἀλαλάζω raise the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαλᾶς — ἀλαλᾶ̱ς , ἀλαλάω make dumb pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀλαλᾶ̱ς , ἀλαλάζω raise the war cry fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀλαλή loud cry fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαλατός — ἀλαλᾱτός , ἀλαλητός shout of victory masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαλάν — ἀλαλά̱ν , ἀλαλή loud cry fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαλή — ἀλαλὴ και ἀλαλά, η (Α) 1. δυνατή κραυγή 2. πολεμική κραυγή 3. ιαχή τής μάχης και η ίδια η μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσιαστικό ἀλαλή, που είναι αττ. τ. τού αντίστοιχου δωρ. ἀλαλά, προήλθε από χρήση του επιφωνήματος ἀλαλὰ* ως ουσιαστικού] … Dictionary of Greek
αλαλαί — ἀλαλαὶ και ἀλαλαλαὶ (Α) 1. επιφώνημα χαράς. 2. ως ουσ. βλ. ἀλαλά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού επιφωνήματος ἀλαλά*] … Dictionary of Greek
оле — межд. удивления, укр. оле!, ст. слав. оле (Супр.), болг. оле, олеле ой!; ура! (Младенов 379), сербохорв. ле̏ле увы!, горе! . Вероятно, из *о ле или *е ле, с частицей lе (подобно еле), словен. lè только, лишь, однако (же) , польск. lе, наряду с… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Alala — Alala, ( el. Ἀλαλά), was the female personification of the war cry in Greek mythology. She was the daughter of Polemos. [ [http://www.theoi.com/Daimon/Alala.html Theoi Project: Alala] ALALA was the spirit (daimona) of the war cry. She was a… … Wikipedia